- χυθείς
- χέωdiffuse completelyaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποσκελίζω — ὑποσκελίζω, ΝΜΑ ρίχνω κάτω με τρικλοποδιά, πεδικλώνω νεοελλ. μτφ. παραγκωνίζω, παραμερίζω κάποιον με πλάγια μέσα («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη θέση τού προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του») αρχ. 1. (για κρασί) καταβάλλω, εξασθενίζω… … Dictionary of Greek